ἀκεστάς — ἀκεστά̱ς , ἀκεστής menders masc acc pl ἀκεστά̱ς , ἀκεστής menders masc nom sg (epic doric aeolic) ἀκεστά̱ς , ἀκεστός curable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστας — Ἀκέστᾱς , Ἀκέστης masc acc pl Ἀκέστᾱς , Ἀκέστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέσται — Ἀκέστᾱͅ , Ἀκέστης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεστός — ἀκεστός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος «ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός] … Dictionary of Greek